
Με τον ελληνικό όρο γαστρονομία χαρακτηρίζεται σήμερα διεθνώς η τέχνη και η επιστήμη του απολαυστικού φαγητού με έμφαση στα εκλεκτά τρόφιμα και στις ιδιαίτερες γαστριμαργικές εμπειρίες. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο διάσημος Γάλλος γαστρονόμος του 18ου αιώνα Ζαν-Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν:
"Γαστρονομία είναι η γνώση και η κατανόηση όλων όσων σχετίζονται με την διατροφή του ανθρώπου".
Και πραγματικά η γνώση αποτελεί μια από τις ρίζες της γαστρονομίας, τόσον όσον αφορά το που και πότε παράγεται η καλύτερη ποιότητα ενός τροφίμου όσο και ως προς την ένταξη του στο ιστορικό, εθνικό, πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό του πλαίσιο. Η ιστορία, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η φιλοσοφία, η χημεία, το design, η ιατρική, η οικολογία και η γεωργία συνεπικουρούν στην ολοκληρωμένη γαστρονομική γνώση.
Πατέρας της γαστρονομίας, του νόμου της κοιλιάς*, θεωρείται ο Συρακούσιος ποιητής και φιλόσοφος Αρχέστρατος.** Το έργο του «Ηδυπάθεια» (μέσα του 4ου αι. π.Χ.), στο οποίο αναφέρονται οι εκλεκτότερες τροφές της εποχής του, οι τόποι παραγωγής τους και οι καλύτεροι τρόποι παρασκευής τους, έχει κορυφαία θέση μεταξύ των γαστρονομικών κειμένων της αρχαιότητας. Όμως η ελληνική γαστρονομία έχει ιστορία πολύ παλαιότερη, όπως υποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η ελληνική διατροφή έχει διαχρονικά στοιχεία, όπως τη χρήση τοπικών προϊόντων, τη σοφή εκμετάλλευση μυρωδικών και βοτάνων, άφθονα δημητριακά, ψάρια και θαλασσινά στις παραθαλάσσιες περιοχές, ζωικά προϊόντα, κυρίως από αιγοπρόβατα, στις κτηνοτροφικές περιοχές και φυσικά το ελαιόλαδο, τον βασιλιά της ελληνικής κουζίνας, στους τόπους που ευδοκιμεί η ελαιοκαλλιέργεια και το κρασί για την επίτευξη ευωχίας και κοινωνικότητας.
Ωστόσο η ελληνική γαστρονομία υπήρξε περίπλοκη και διαρκώς εξελισσόμενη. Στηρίχθηκε όχι μόνο σε εκλεκτά τοπικά τρόφιμα αλλά και σε εισαγόμενες λιχουδιές και σε τροφές πολυτελείας. Δανείστηκε και δάνεισε. Πολύτιμη προίκα των αρχαίων λαών της ανατολικής Μεσογείου αλλά και των κοινωνιών της χριστιανικής Ανατολής, αναπτύχθηκε χάρη σε εύπορες ομάδες, σε ελληνιστικές και βυζαντινές αυλές, σε επιρροές, σε πολιτισμικές και οικονομικές επαφές, σε κατακτήσεις.
Όσον αφορά στην Κρήτη, το φαγητό συνδέεται με όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων της. Στο νησί συνυπάρχουν κουζίνες αγροτικές και αστικές οι οποίες αν και έχουν πολλά κοινά στοιχεία έχουν και πολλές διαφοροποιήσεις. Κουζίνες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί εξαιτίας της επιρροής της γεωγραφίας, των κατακτήσεων, της μετανάστευσης, της επαφής με άλλες κουλτούρες, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, του εμπορίου, της οικονομίας, των πολιτικών και της πολιτικής, των νέων τροφών, της αστικοποίησης, του τουρισμού, των πολιτιστικών επαφών κ.λ.π. Περιλαμβάνουν τροφές και μεθόδους με μακρά παρουσία και συνδέονται με παραδόσεις αλλά δεν αποτελούν από μόνες τους μια παράδοση με αδιατάρακτη συνέχεια στο χρόνο. Αλλάζουν, επηρεάζονται, απορροφούν στοιχεία από το σήμερα αλλά και διατηρούν στοιχεία από ένα πλούσιο παρελθόν με τρόπο όμως που τους επιτρέπει να ξεπερνούν τα ασφυκτικά όρια που συχνά επιβάλλουν οι όροι 'παράδοση' και 'αυθεντικότητα' και τις κάνει μια 'γλώσσα' ζωντανή και διαρκώς εξελισσόμενη.
* Η γαστρονομία προέρχεται από τις λέξεις γαστήρ (κοιλιά) + νόμος
**Οι χρυσοί κανόνες της γαστρονομικής τέχνης σύμφωνα με τον Αρχέστρατο:
Αγνά υλικά για την παρασκευή φαγητού.
Αρμονικοί συνδυασμοί των υλικών.
Όχι στις βαριές σάλτσες και στα καυτερά υλικά τα οποία καλύπτουν τις γεύσεις.
Ελαφρές σάλτσες για μεγαλύτερη απόλαυση του ουρανίσκου.
Καρυκεύματα με μέτρο έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία των γεύσεων και να αναδεικνύονται τα αρώματα του φαγητού.